- ἐπίτεγκτος
- ἐπίτεγκτος, ον, of applications,A capable of being kept moist, Hp. Art.67, Gal.18(1).712.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επίτεγκτος — η, ο (Α ἐπίτεγκτος, ον) [επιτέγγω] βρεγμένος, νοτισμένος, μουσκεμένος νεοελλ. υδροχρωματισμένος … Dictionary of Greek
ἐπιτέγκτοισιν — ἐπίτεγκτος capable of being kept moist masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίτεγκτα — ἐπίτεγκτος capable of being kept moist neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)